Εργαλεία Χρήστη

Εργαλεία ιστότοπου


ροές.εργασιών.θεματικής.πρόσβασης

Βλέπετε μια παλαιότερη έκδοση της σελίδας!


Πίνακας Περιεχομένων Εισαγωγή Η διαδικασία της θεματικής ευρετηρίασης Θεματική εξέταση του τεκμηρίου Αναγνώριση των εννοιών Επιλογή όρων ευρετηρίασης Διαγραμμάτα ροής Χρηστοκεντρική προσέγγιση Ανάλυση επιστημονικού τομέα Ανάλυση χρηστών Ο ρόλος του ευρετηριαστή Προσδιορισμός θεματικού περιεχομένου Βιβλιογραφία

Εισαγωγή

Θεματική ευρετηρίαση είναι μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει την εξέταση των τεκμηρίων, τον προσδιορισμό του θεματικού τους περιεχομένου και την επιλογή των κατάλληλων όρων που αποδίδουν το θέμα τους και χρησιμοποιούνται ως σημεία πρόσβασης στις εγγραφές καταλόγου. Στόχος της ευρετηρίασης είναι να διευκολύνει την προσέγγιση του χρήστη σε μια συλλογή μέσω ενός θεματικού ευρετηρίου. Η αποτελεσματικότητα ενός θεματικού ευρετηρίου συνδέεται με τη χρήση μιας καλά δομημένης γλώσσας ευρετηρίασης που διευκολύνει τη σύνδεση εννοιών και τη δημιουργία θεματικών όρων που περιγράφουν με ακρίβεια το θεματικό περιεχόμενο των τεκμηρίων, και αποσκοπεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος που προσεγγίζει, όσο το δυνατό περισσότερο, τον τρόπο με τον οποίο η πλειονότητα των δυνητικών χρηστών θα αναζητούσε το συγκεκριμένο θέμα. Οι γλώσσες ευρετηρίασης χρησιμοποιούν ελεγχόμενο λεξιλόγιο , που εξασφαλίζει την κατά το δυνατό αποτελεσματικότερη ανεύρεση πληροφοριών σ’ ένα πληροφοριακό σύστημα. Για την υποστήριξη της θεματικής αναζήτησης οι περισσότερες βιβλιοθήκες χρησιμοποιούν συστήματα προσυνδυασμένης ευρετηρίασης , όπως τον Κατάλογο Θεματικών Επικεφαλίδων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρήσης προσυνδυασμένης ευρετηρίασης επιδιώκεται, στη βάση συγκεκριμένων αρχών και μεθόδων, να επιλεγεί για κάθε θέμα που εντοπίζεται σ’ ένα τεκμήριο μία και η πλέον κατάλληλη θεματική επικεφαλίδα από το σύνολο των πιθανών επικεφαλίδων (Κλωνάρη, Κακάλη & Σπυροπούλου, 2010, σ. 256).

Η διαδικασία της θεματικής ευρετηρίασης

Η θεματική ευρετηρίαση περιγράφεται συνήθως ως μια διαδικασία που αποτελείται από διαδοχικά στάδια ή βήματα. Τα βασικά βήματα είναι δύο: 1. προσδιορισμός του θεματικού περιεχομένου 2. μετάφραση του θέματος στο λεξιλόγιο της γλώσσα ευρετηρίασης (Frohmann, 1990; Petersen, 1994). Σε πιο σύνθετες αναλύσεις της διαδικασίας, προστίθενται ένα ή δύο βήματα ακόμα. Για παράδειγμα, πριν το τελικό στάδιο της μετάφρασης, μεσολαβεί ένα δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο το θέμα αναδιατυπώνεται στη φυσική γλώσσα και η όλη διαδικασία ολοκληρώνεται σε τρεις φάσεις (Farrow, 1991; ISO, 1985; Miksa, 1983). Η όλη διαδικασία ολοκληρώνεται σε τρία διαδοχικά στάδια: 1. προσδιορισμός του θεματικού περιεχομένου 2. αναδιατύπωση του θέματος με όρους ή φράσεις της φυσικής γλώσσας 3. μετάφραση του θέματος στο λεξιλόγιο της γλώσσα ευρετηρίασης. Σε άλλες περιγραφές της διαδικασίας τα δύο βασικά στάδια χωρίζονται σε επιμέρους βήματα με αποτέλεσμα αυτή να ολοκληρώνεται σε τέσσερις φάσεις (Chu & O’Brien, 1993; Langridge, 1989): 1. προσδιορισμός του θεματικού περιεχομένου 2. αναδιατύπωση του θέματος με όρους ή φράσεις της φυσικής γλώσσας 3. μετάφραση της φυσικής γλώσσας στο λεξιλόγιο της γλώσσας ευρετηρίασης 4. δημιουργία της αναγραφής του ευρετηρίου Για τους έμπειρους καταλογογράφους τα τρία πρώτα στάδια γίνονται σχεδόν ταυτόχρονα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι αποτελούν ενιαία δραστηριότητα. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι αν ο καταλογογράφος προσεγγίζει το κείμενο του τεκμηρίου με μοναδικό σκοπό να ταιριάξει το θέμα με το ελεγχόμενο λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, υπάρχει κίνδυνος να χάσει κάποιες από τις αποχρώσεις του θέματος που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις επακόλουθες αναγραφές (Chu & O’Brien, 1993). Τα στάδια και οι τεχνικές της θεματικής ανάλυσης των τεκμηρίων περιγράφονται αναλυτικά από πρότυπα, τα οποία παρέχουν τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δημιουργία θεματικών ευρετηρίων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ευρετηριαστές ως οδηγοί και στοχεύουν στην προτυποποίηση των πρακτικών τόσο στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας ή ενός δικτύου υπηρεσιών όσο και μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών ευρετηρίασης, ειδικά εκείνων που ανταλλάσσουν βιβλιογραφικά δεδομένα. Σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο ISO 5963 (1985) και το ελληνικό πρότυπο ΕΛΟΤ 1312 (1996) η θεματική ευρετηρίαση αποτελείται από τρία στάδια, τα οποία βέβαια στην πράξη συχνά επικαλύπτονται: 1. εξέταση του τεκμηρίου και προσδιορισμός του θεματικού του περιεχομένου 2. αναγνώριση των βασικών εννοιών 3. απόδοση αυτών των εννοιών με τους όρους της γλώσσας ευρετηρίασης.

Θεματική εξέταση του τεκμηρίου

Σε ό,τι αφορά την εξέταση των έντυπων τεκμηρίων, προτείνεται ο προσεκτικός έλεγχος των ακόλουθων στοιχείων: α) του τίτλου β) της περίληψης, αν υπάρχει γ) του πίνακα περιεχομένων δ) της εισαγωγής, των εισαγωγικών προτάσεων των κεφαλαίων, και των συμπερασμάτων ε) των λέξεων που είναι υπογραμμισμένες ή τυπωμένες με διαφορετικό τύπο χαρακτήρων Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται κατά την εξέταση του τεκμηρίου. Η ευρετηρίαση δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στον τίτλο. Η περίληψη, αν υπάρχει, δεν πρέπει να θεωρείται ως ικανοποιητικό υποκατάστατο της διεξοδικής εξέτασης του τεκμηρίου. Ο τίτλος μπορεί να είναι παραπλανητικός, η περίληψη ανεπαρκής και σε πολλές περιπτώσεις κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι επαρκής και αξιόπιστη πηγή του είδους των πληροφοριών που χρειάζεται ο ευρετηριαστής. Αναγνώριση των εννοιών Μετά την εξέταση του τεκμηρίου, ο ευρετηριαστής πρέπει να ακολουθήσει μια συστηματική προσέγγιση για τον προσδιορισμό εκείνων των εννοιών που αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία για την περιγραφή του θέματος. Προτείνεται η σύνταξη καταλόγων ελέγχου, που θα διευκολύνουν τον ευρετηριαστή να επιλέξει από το σύνολο των εννοιών που προσδιόρισε εκείνες που είναι περισσότερο κατάλληλες και ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη βιβλιοθήκη. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων κριτηρίων υπό τη μορφή ερωτημάτων είναι τα ακόλουθα: α) Εξετάζει κάποιο αντικείμενο που επηρεάζεται από κάποια δραστηριότητα; β) Περιέχει το θέμα μια ενεργή έννοια (π.χ. μια δραστηριότητα, μια λειτουργία, μια διαδικασία κλπ.); γ) Επηρεάζεται το αντικείμενο από τη δραστηριότητα που έχει αναγνωριστεί; δ) Αναφέρεται το τεκμήριο στον φορέα της δραστηριότητας; ε) Αναφέρεται το τεκμήριο σε συγκεκριμένα μέσα υλοποίησης της δραστηριότητας (π.χ. ειδικά όργανα, τεχνικές, μέθοδοι); στ) Εξετάζονται αυτοί οι παράγοντες στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου χώρου ή περιβάλλοντος; ζ) Εξετάζεται το θέμα από μια ειδική οπτική, διαφορετική από τον επιστημονικό τομέα όπου ανήκει κανονικά (π.χ. μια κοινωνιολογική μελέτη της θρησκείας); Ο ευρετηριαστής δεν είναι απαραίτητο να αποδώσει με όρους ευρετηρίασης όλες τις έννοιες που αναγνώρισε κατά την εξέταση του τεκμηρίου. Η επιλογή των εννοιών που τελικά θα μεταφραστούν σε όρους ευρετηρίασης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι η χρήση για την οποία προορίζονται αλλά και το τεκμήριο αυτό καθεαυτό. Για παράδειγμα η ευρετηρίαση που βασίζεται σε πλήρη κείμενα άρθρων περιοδικών είναι πιθανόν να διαφέρει από εκείνη που προκύπτει από περιλήψεις ή συνόψεις. Τα δύο χαρακτηριστικά του ευρετηρίου που επηρεάζονται περισσότερα από αυτά τα ζητήματα είναι η εξαντλητικότητα και η εξειδίκευση. Η εξαντλητικότητα συνδέεται με τον αριθμό των εννοιών που λαμβάνει υπόψη ο ευρετηριαστής και στη συνέχεια τις αποδίδει με τους όρους ευρετηρίασης που επιλέγει. Ο ευρετηριαστής θα πρέπει να μπορεί να αναγνωρίσει όλες τις έννοιες ενός τεκμηρίου που θα έχουν δυνητική αξία για τους χρήστες ενός πληροφοριακού συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δύο ή περισσότερα θέματα που εντάσσονται στο πεδίο που καλύπτει το ευρετήριο συναπαντώνται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο στο ίδιο τεκμήριο. Αυτά θα πρέπει να τύχουν επεξεργασίας το καθένα ξεχωριστά και αν είναι δυνατόν από διαφορετικούς ειδικούς θεμάτων. Το εύρος ενδιαφέροντος του ευρετηρίου δεν πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε στενά. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα δεδομένα ευρετηρίασης που αρχικά δημιουργούνται για μια ομάδα χρηστών (π.χ. τεχνολόγους) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και από άλλες ομάδες χρηστών (π.χ. οικονομολόγους). Για το λόγο αυτό συνιστάται στους ευρετηριαστές επιστημονικών και τεχνικών κειμένων να μην παραβλέπουν άλλες πλευρές ενός θέματος, για παράδειγμα την κοινωνική και οικονομική άποψη. Στην επιλογή των εννοιών το κύριο κριτήριο θα πρέπει πάντα να είναι το κατά πόσο μια έννοια εκφράζει το θέμα του τεκμηρίου και η αξία που αυτή έχει για την ανάκτησή του. Κατά την επιλογή εννοιών ο ευρετηριαστής θα πρέπει να έχει κατά νου, στο μέτρο του δυνατού, τις ερωτήσεις που θα τεθούν στο πληροφοριακό σύστημα από τους χρήστες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ευρετηριαστής θα πρέπει: α) να επιλέγει τις έννοιες που θεωρούνται οι πλέον κατάλληλες από μια συγκεκριμένη κοινότητα χρηστών β) εάν είναι απαραίτητο να τροποποιεί τη διαδικασία και τα εργαλεία ευρετηρίασης με βάση τα αποτελέσματα των αναζητήσεων, με την προϋπόθεση βέβαια ότι κάτι τέτοιο δεν αλλοιώνει τη δομή και τη λογική της γλώσσας ευρετηρίασης. Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των όρων που θα χρησιμοποιηθούν για ένα τεκμήριο, αυτός θα πρέπει να καθορίζεται από την ποσότητα των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτό, σε σχέση με τις αναμενόμενες ανάγκες των χρηστών του ευρετηρίου. Η επιβολή ενός αυθαίρετου ορίου στον αριθμό των όρων μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια αντικειμενικότητας στην ευρετηρίαση και στην αλλοίωση των πληροφοριών που θα είχαν αξία κατά την ανάκτηση. Εάν ωστόσο είναι απαραίτητο να ορισθεί ο μέγιστος αριθμός των όρων, η επιλογή των εννοιών θα πρέπει να οδηγηθεί από την κρίση του ευρετηριαστή σχετικά με τον ρόλο κάθε έννοιας στην πλήρη έκφραση του θέματος του τεκμηρίου. Η εξειδίκευση αναφέρεται στο βαθμό μια συγκεκριμένη έννοια που συναντάται σ’ ένα τεκμήριο αποδίδεται με ακρίβεια στη γλώσσα ευρετηρίασης. Απώλεια εξειδίκευσης παρατηρείται όταν μια ειδική έννοια αντιπροσωπεύεται από έναν όρο με γενικότερη σημασία. Οι έννοιες θα πρέπει να προσδιορίζονται όσο το δυνατόν πιο εξειδικευμένα. Γενικότερες έννοιες θα πρέπει να προτιμώνται στις εξής περιπτώσεις: α) Όταν ο ευρετηριαστής κρίνει ότι η υπερεξειδίκευση μπορεί να επιδράσει δυσμενώς την απόδοση του συστήματος ευρετηρίασης. Για παράδειγμα όταν θεωρείται ότι είναι απίθανη η αναζήτηση του τεκμηρίου από τους χρήστες του πληροφοριακού συστήματος με πολύ εξειδικευμένους όρους και συνεπώς η χρήση τους θα μείωνε τις δυνατότητες ανάκτησης, ή όταν οι εξειδικευμένες έννοιες συναντώνται στις παρυφές του θεματικού πεδίου που καλύπτει το ευρετήριο. β) Ανάλογα με τη βαρύτητα που δίνεται σε μια έννοια από τον συγγραφέα του τεκμηρίου. Εάν θεωρηθεί ότι μια ιδέα δεν αναπτύσσεται πλήρως ή αναφέρεται περιστασιακά από τον συγγραφέα δικαιολογείται η χρήση γενικότερων όρων. Επιλογή όρων ευρετηρίασης Το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας περιλαμβάνει τη μετάφραση των εννοιών σε όρους ευρετηρίασης. Έννοιες οι οποίες ήδη αντιπροσωπεύονται στη γλώσσα ευρετηρίασης πρέπει να αποδίδονται με τους προτιμώμενους όρους και όροι που αντιπροσωπεύουν νέες έννοιες θα πρέπει να ελέγχονται τόσο για την ακρίβεια όσο και για τη δυνατότητα αποδοχής τους με τη βοήθεια εργαλείων όπως λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, θησαυροί και ταξινομικά σχήματα ή να ζητείται η γνώμη ειδικών. Είναι απαραίτητη η εξοικείωση του ευρετηριαστή με τα εργαλεία ευρετηρίασης καθώς και με τους κανόνες και τις διαδικασίες λειτουργίας τους. Ιδιαίτερα πρέπει να έχει επίγνωση ότι αυτά τα εργαλεία επιβάλλουν ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, ένας κατάλογος θεματικών επικεφαλίδων ενδέχεται να μην επιτρέπει την ακριβή αντιπροσώπευση μια έννοιας η οποία συναντιέται στο τεκμήριο. Ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο σύστημα οι έννοιες αυτές μπορεί να αντιμετωπιστούν με διάφορους τρόπους, για παράδειγμα να αποδοθούν με όρους οι οποίοι εισάγονται άμεσα στη γλώσσα ευρετηρίασης, ή να αποδοθούν από γενικότερους όρους, μέχρι να εμφανιστούν οι ειδικότεροι όροι στο σύστημα ευρετηρίασης.

Διαγραμμάτα ροής

Παρακάτω παρουσιάζονται δύο διαγράμματα ροής για τη διαδικασία της θεματικής ευρετηρίασης. Το πρώτο (Εικ. 1) περιλαμβάνεται στο Παράρτημα του ΕΛΟΤ1312 και αναφέρεται στη χρήση θησαυρού, ενώ στο δεύτερο (Εικ. 2) γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστούν τα βήματα της θεματικής ευρετηρίασης με τη χρήση των Θεματικών Επικεφαλίδων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου (Library of Congress Subject Headings – LCSH).

Εικ. 1. Ροή εργασιών θεματικής πρόσβασης με χρήση θησαυρού (ΕΛΟΤ 1312) Εικ. 2. Ροή εργασιών θεματικής πρόσβασης με τη χρήση του LCSH Χρηστοκεντρική προσέγγιση Έχει υποστηριχθεί (Wilson, 1968) ότι τα πρότυπα και οι οδηγίες ευρετηρίασης δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικά για το πώς μπορεί τελικά να αναγνωριστεί το θέμα ενός τεκμηρίου, γιατί εστιάζονται στα εγγενή χαρακτηριστικά του τεκμηρίου, χωρίς να εξηγούν πώς από αυτά θα εξαχθούν πληροφορίες σχετικές με το θέμα. Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της προσέγγισης που επικεντρώνεται στο τεκμήριο (document-centered) είναι δύο: α) η θεματική αντιπροσώπευση του τεκμηρίου πρέπει να βασίζεται σε σταθερά χαρακτηριστικά που μένουν αναλλοίωτα στην πάροδο του χρόνου γιατί έτσι η ευρετηρίαση θα έχει διαχρονική αξία και β) είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς το τεκμήριο θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον και επομένως είναι καλύτερα να ευρετηριάσουμε το τεκμήριο σύμφωνα με το τι πραγματικά περιέχει. Με άλλα λόγια, η προσέγγιση αυτή μπορεί να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή πιστότητα στον τρόπο με τον οποίο αντιπροσωπεύεται το θεματικό περιεχόμενο του τεκμηρίου και τη διαχρονική εγκυρότητα των θεματικών όρων. Ωστόσο, η προσέγγιση που επικεντρώνεται στο ίδιο το τεκμήριο, δίνοντας έμφαση στις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του, παρουσιάζει αδυναμίες και περιορισμούς γιατί προϋποθέτει ότι το θέμα ενός τεκμηρίου μπορεί να προσδιοριστεί ανεξάρτητα από το ιδιαίτερο πλαίσιο χρήσης του. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις ιδιαίτερα σε επιστήμονες των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών αλλά και σε όσους διεξάγουν διεπιστημονική έρευνα (Langridge, 1976; Tibbo, 1994; Swift,Winn, & Bramer, 1979) γιατί η ακριβής κατανόηση και χρήση των τεκμηρίων σε αυτούς τους τομείς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ευρύτερο πλαίσιο και συχνά έχει μικρή μόνο σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο που πραγματεύεται ένα τεκμήριο. Για τους παραπάνω λόγους έχει προταθεί η χρηστοκεντρική προσέγγιση (user-centered) της θεματικής ευρετηρίασης, που θεωρεί ως κεντρικό άξονα της θεματικής ανάλυσης το πλαίσιο χρήσης και το γνωστικό πεδίο των χρηστών (Mai, 2005). Η χρηστοκεντρική προσέγγιση υποστηρίζει ότι ο ευρετηριαστής θα πρέπει να αναρωτηθεί με ποιο τρόπο μπορεί να κάνει το τεκμήριο ορατό στους δυνητικούς χρήστες, ποιους όρους θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να μεταφέρει τις γνώσεις του κειμένου σε όσους ενδιαφέρονται (Albrechtsen, 1993, σ. 222). Η βασική ιδέα είναι ότι ο ευρετηριαστής πρέπει να έχει κατά νου τις πληροφοριακές ανάγκες των χρηστών και την ορολογία που αυτοί χρησιμοποιούν όχι μόνο κατά την επιλογή των όρων ευρετηρίασης, όπως προτείνεται από την προσέγγιση που είναι προσανατολισμένη στο τεκμήριο, αλλά και κατά τον προσδιορισμό του θεματικού περιεχομένου του τεκμηρίου.

Ανάλυση επιστημονικού τομέα

Το θεματικό περιεχόμενο ενός τεκμηρίου συνδέεται στενά με τον επιστημονικό τομέα στον οποίο αυτό θα χρησιμοποιηθεί. Ως εκ τούτου, ο ευρετηριαστής χρειάζεται μια ουσιαστική κατανόηση του επιστημονικού τομέα, της ιστορίας του, των στόχων του, των ερευνητικών του κατευθύνσεων, των ρευμάτων που έχουν αναπτυχθεί σε αυτόν, και τελικά του ρόλου που θα έχει το συγκεκριμένο τεκμήριο για τη κοινότητα των χρηστών του τομέα. Ο ευρετηριαστής μπορεί να αποκτήσει αυτή τη γνώση μελετώντας τις δραστηριότητες και τη ρητορική του επιστημονικού τομέα (Hjorland, 2002).

Ανάλυση χρηστών

Στη συνέχεια ο ευρετηριαστής πρέπει να “τοποθετήσει” τους χρήστες εντός του τομέα, να αναλύσει δηλαδή τους ρόλους τους και τη θέση που καταλαμβάνουν μέσα σ’ αυτόν, να καθορίσει τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους. Θα προσπαθήσει να εντοπίσει ειδικά θέματα που είναι πιθανόν να τους ενδιαφέρουν, πτυχές και απόψεις που έχουν σημασία γι’ αυτούς, ή αν ενδιαφέρονται για συγκεκριμένο επίπεδο εξειδίκευσης. Οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες ώστε να κατανοηθούν πλήρως οι δυνητικές χρήσεις του τεκμηρίου και να αναγνωριστεί το ιδιαίτερο θεματικό περιεχόμενο που θα είναι χρήσιμο στη συγκεκριμένη κοινότητα χρηστών. Η χρησιμότητα και συνάφεια με τις ανάγκες των χρηστών διευρύνει το θεματικό περιεχόμενο του τεκμηρίου. Ο ευρετηριαστής πρέπει να αναγνωρίσει όχι μόνο το θέμα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το τεκμήριο.

Ο ρόλος του ευρετηριαστή

Μια σημαντική και συχνά αγνοημένη πτυχή στη διαδικασία της ευρετηρίασης είναι ο ευρετηριαστής, του οποίου ο ρόλος θεωρείται γενικά ουδέτερος ή και ελάχιστος. Ωστόσο, δεδομένου ότι η θεματική ανάλυση ενέχει ερμηνεία και λήψη αποφάσεων, ο ευρετηριαστής παίζει σημαντικό ρόλο. Ο ρόλος αυτός είναι απαραίτητο να καταστεί σαφής. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αναλάβει ενεργό ρόλο όπου αξιολογεί, κρίνει και παίρνει σαφείς αποφάσεις για τη θεματική αντιπροσώπευση των τεκμηρίων ή έναν πιο “περιγραφικό” ρόλο όπου επιχειρεί να αποδώσει το θεματικό περιεχόμενο με τη μεγαλύτερη δυνατή ουδετερότητα (Wilson, 1968). Οι επιλογές αυτές δεν μπορούν να γίνουν σε επίπεδο διεθνών προτύπων ευρετηρίασης, ο ακριβής ρόλος του ευρετηριαστεί καθορίζεται τοπικά.

Προσδιορισμός θεματικού περιεχομένου

Αφού έχουν αποσαφηνιστεί τα θέματα τα σχετικά με τον τομέα, τους χρήστες και τον ευρετηριαστή, θα ξεκινήσει η ανάλυση του θεματικού περιεχομένου του τεκμηρίου, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη πώς οι χρήστες που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα θα χρησιμοποιήσουν το τεκμήριο. Αφού ο ευρετηριαστής έχει τοποθετήσει το τεκμήριο στο κατάλληλο πλαίσιο θα προχωρήσει στον προσδιορισμό των εννοιών που πρέπει να αποδοθούν με όρους ευρετηρίασης και στην επιλογή των όρων από το ελεγχόμενο λεξιλόγιο. Στην περίπτωση που το σύστημα ανάκτησης εξυπηρετεί γενική συλλογή ή/και κοινότητα χρηστών, η θεματική ανάλυση των τεκμηρίων μπορεί να τοποθετηθεί σε πολλαπλούς τομείς ανάλογα με την περίπτωση ή οι χρήστες μπορούν να θεωρηθούν ως ένας ειδικός τομέας. Η βασική αρχή είναι ότι το θέμα του τεκμηρίου συνδέεται με τον τομέα και η αναγνώριση του θεματικού του περιεχομένου πρέπει να γίνει εντός αυτού (Hjørland, 1997). Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, η χρηστοκεντρική ευρετηρίαση ακολουθεί αντίστροφη πορεία από αυτή που βασίζεται στο τεκμήριο. Ενώ η δεύτερη ξεκινά από την ανάλυση του τεκμηρίου, προχωρά στον προσδιορισμό του θεματικού του περιεχομένου και καταλήγει στην απόδοση του θέματος σύμφωνα με τις ανάγκες των χρηστών, η πρώτη έχει ως αφετηρία τον επιστημονικό τομέα στα πλαίσια του οποίου θα χρησιμοποιηθεί το ευρετήριο, στη συνέχεια αναλύει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες ανάγκες των χρηστών, καθορίζει την οπτική γωνία και τον ρόλο του ευρετηριαστή και με βάση αυτές τις πληροφορίες καθορίζει το θέμα και τις έννοιες του τεκμηρίου και αποδίδει τους κατάλληλους όρους (εικ. 1).

     Εικ. 3. Προσεγγίσεις θεματικής ευρετηρίασης (Mai, 2003)

Βιβλιογραφία Albrechtsen, H. (1993). Subject analysis and indexing: from automated indexing to domain analysis. The Indexer, 18, 219–224. Chu, C. M., & O_Brien, A. (1993). Subject analysis: the first critical stages in indexing. Journal of Information Science, 19, 439–454. Farrow, J. F. (1991). A cognitive process model of document indexing. Journal of Documentation, 47, 149–166. Frohmann, B. (1990). Rules of indexing: a critique of mentalism in information retrieval theory. Journal of Documentation, 46, 81–101. Hjorland, B. (1997). Information seeking and subject representation: an activity–theoretical approach to information science. Westport, CT: Greenwood Press. Hjorland, B. (2002). Domain analysis in information science: eleven approaches––traditional as well as innovative. Journal of Documentation, 58, 422–462. ISO (1985). Documentation––Methods for examining documents, determining their subjects and selecting indexing terms. International Organization for Standardization, ISO 5963-1985. Langridge, D. W. (1976). Classification and Indexing in the humanities. London: Butterworths. Langridge, D. W. (1989). Subject analysis: principles and procedures. London: Bowker-Saur. Mai, J.-E. (2005). Analysis in indexing: document and domain centered approaches. Information Processing and Management, 41, 599-611. Miksa, F. (1983). The Subject in the Dictionary Catalog From Cutter to the Present. Chicago: American Library Association. Petersen, Toni. 1994. Introduction. In Guide to Indexing and Cataloging with the Arts and Architecture Thesaurus. New York: Oxford University Press. Swift, D. F., Winn, V. A., & Bramer, D. A. (1979). A sociological approach to the design of information systems. Journal of the American Society for Information Science, 30, 215–223. Tibbo, H. R. (1994). Indexing for the humanities. Journal of the American Society for Information Science, 45, 607–619. Wilson, P. (1968). Two kinds of power: an essay on bibliographic control. Berkeley: University of California Press. ΕΛΟΤ (1996). Τεκημρίωση-Θεματική ανάλυση τεκμηρίων: μέθοδοι εξέτασης τεκμηρίων, προσδιορισμού των θεμάτων τους και επιλογής των όρων ευρετηρίασης. Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης, ΕΛΟΤ 1312-1996. Κλωνάρη, Ι., Κακάλη, Κ., & Σπυροπούλου, Κ. (2010). Η θεματική ευρετηρίαση στη Βιβλιοθήκη 2.0 : η συνάντηση του παραδοσιακού με το νέο. Στο Επιστημονικές κοινότητες και βιβλιοθήκες στον κόσμο της κοινωνικής δικτύωσης και συνέργειας - 19ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σ. 255-271. Αθήνα: Βιβλιοθήκη και Υπηρεσία Πληροφόρησης Παντείου Πανεπιστημίου. Τσάφου, Σ. & Χατζημαρή, Σ. (2001). Θησαυροί και θεματική ευρετηρίαση στις ελληνικές βιβλιοθήκες. Στο Μάνατζμεντ στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες: 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σ. 228-242. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ροές.εργασιών.θεματικής.πρόσβασης.1446063300.txt.gz · Τελευταία τροποποίηση: 2015/10/28 22:15 από avasil